Γράφει ο Ζαχαριουδάκης Ηλίας
Μία δολοφονία είναι από μόνη της ένα γεγονός ιδιαίτερα τραγικό. Αναμενόμενο λοιπόν να προκαλέσει ιδιαίτερη αίσθηση, πόσο μάλλον όταν ο δράστης είναι μέλος ενός πολιτικού κόμματος που εκ των γεγονότων υποστηρίζει και επιδιώκει τη βία. Η προσπάθεια της πολιτικής ηγεσίας του κόμματος να αποποιηθεί του εγκλήματος μπορεί να χαρακτηριστεί τουλάχιστον κωμικοτραγική. Ο δράστης φορούσε διακριτικά του συγκεκριμένου κόμματος και το εν λόγω συμβάν έρχεται να συμπληρώσει μία σειρά επεισοδίων με ξυλοδαρμούς και επίδειξη βίας, στα οποία επισήμως και εμφανώς οι δράστες είναι μέλη του συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος.
Οι αιτίες που οδήγησαν σε αυτή τη κατάληξη δεν έχουν επισήμως διευκρινιστεί. Ωστόσο και μόνο το γεγονός ότι το θύμα προερχόταν από τον ιδεολογικό χώρο της αριστεράς και ο θήτης από το χώρο της ακροδεξιάς, την οποία πρεσβεύει το κόμμα της Χρυσής Αυγής, ξεκαθαρίζουν το τοπίο αναδεικνύοντας ότι η αιτία της επίθεσης ήταν αμιγώς ιδεολογικής φύσεως. Βάσει της τελευταίας διαπίστωσης αυτομάτως δημιουργούνται τρία «στρατόπεδα»: όσοι τάσσονται υπέρ της κατάληξης, όσοι τάσσονται κατά και οι ουδέτεροι.
Σήμερα λοιπόν λαμβάνει χώρα αυτό το ιδιαίτερο γεγονός. Σήμερα στην Ελλάδα του 2013, υπάρχει μία κοινωνία που τελικά αναρωτιέται για το εάν πρέπει να καταδικάσει ή να επιδοκιμάσει ένα φόνο. Μία κοινωνία που ένα σημαντικό μέρος της προσπαθεί να «νομιμοποιήσει» ένα φόνο και που σε αυτή τη προσπάθεια καταφεύγει σε άτοπες συγκρίσεις και γενικευμένες διαπιστώσεις.
Σε μία υγιής κοινωνία κανένας φόνος δεν είναι επιτρεπτός καθώς η βία δεν αποτελεί την λύση για τα προβλήματά της. Σήμερα για πολλούς η μοναδική λύση είναι η βία. Η βία όμως προς τα πού; Με ποιον αποδέκτη;
Δυστυχώς η δημοκρατία είναι εξαιρετικά ευπαθής εξαιτίας των ιδίων των αρχών της. Καθώς προστατεύει τα δικαιώματα του ανθρώπου, επιτρέπει τη χρήση τους και για σκοπούς αντίθετους προς τις αρχές της. Με αυτό τον τρόπο κινδυνεύει να καταστραφεί ολόκληρο το δημοκρατικό οικοδόμημα, το οποίο τελικά αυτοκαταργείται. Άλλωστε όπως η ίδια η ιστορία έχει διδάξει, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, τότε η δημοκρατία ανατρέπεται και καταλύεται.
Σήμερα βιώνουμε αυτές τις συνθήκες, που ευνοούν την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών. Οικονομική κρίση, αυθαίρετη ενοχοποίηση, πολιτική άγνοια και αποχή. Μία αλλοτριωμένη κοινωνία, εγκλωβισμένη στα τεράστια «εγώ» της, αναζητά ενόχους και σωτήρες. Μία κοινωνία που εκ των πραγμάτων αδυνατεί να συλλάβει ποιοι είναι οι εχθροί της και ποιοι οι σύμμαχοι. Μία κοινωνία που εμμένει στην αναζήτηση και άλλων Σωτήρων. Μία κοινωνία που δείχνει να αποδέχεται το φόνο ενός αλλοδαπού, το φόνο ενός πολίτη, το φόνο ενός αστυνομικού.
Όσο η ελληνική κοινωνία παραμένει πολιτικά αποπροσανατολισμένη και ανενεργή, τόσο περισσότερο θα αποδέχεται πάσης φύσεως φόνους. Σήμερα οι διακρίσεις μεγαλώνουν ολοένα και πιο πολύ. Κανείς δεν διδάσκεται από το παρελθόν, διότι πολύ απλά λίγοι μπήκαν στη διαδικασία να το ανακαλύψουν. Οπότε επαναπαύονται σε «διακηρύξεις» και «διαβουλεύσεις» για τον τρόπο που θα σκέφτονται και θα δρουν από «αυτούς που ξέρουν».
Καθημερινά όλα αυτά τα χρόνια «πλασάρονται» σαν διαφημιζόμενα προϊόντα, οι αιτίες της σημερινής κατάστασης. Οι παράνομοι μετανάστες, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι στρατιωτικοί, οι τζαμπατζίδες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αντιδρώντες πολίτες, οι αριστεροί που παρακωλύουν με τις απεργίες τις μεταρρυθμίσεις και γενικά ένα ισοπεδωτικό «φταίμε όλοι». Άραγε όντως η αιτία είναι οι προαναφερθέντες και μη παράγοντες; Για πόσο καιρό ακόμα θα εστιάζουμε στο δέντρο και θα χάνουμε το δάσος;
Τους φόνους, την οικονομική δυσχέρεια, τις (ιδεολογικές, κοινωνικές, θρησκευτικές,φυλετικές κλπ) διακρίσεις, τα λουκέτα στα μαγαζιά και την ανεργία τα παράγει και τα δημιουργεί το πολιτικό σύστημα στο οποίο βρισκόμαστε και η κοινωνία την οποία έχει δημιουργήσει. Επομένως η λύση σε όλα αυτά που ζούμε σήμερα είναι ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα που δεν θα προάγει την οικονομική εκμετάλλευση και καταπίεση, δεν θα επενδύει στις εκάστοτε διακρίσεις, δεν θα νομιμοποιεί τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και δεν θα υποβοηθά τη παράνομη μετανάστευση. Ένα πολιτικό σύστημα που θα αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως άνθρωπο και όχι ως στατιστική μονάδα.
Επομένως γεννάται ένα ερώτημα: θέλει η ελληνική κοινωνία να προσπαθήσει να φτιάξει ένα τέτοιο πολιτικό σύστημα; Μία καινούργια κοινωνία; Υπάρχει διάθεση να δημιουργήσουμε κάτι νέο; Ή θα αναθρέψουμε μέσα μας το τέρας, αργοπεθαίνοντας φοβούμενοι το διαφορετικό και το «άγνωστο»;